Τέρψη στα δανικά

Μετάφραση: τέρψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
glæde, fornøjelse, fryd, delight
Τέρψη στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τέρψη

τέρψη πάτρα, τέρψη σκόπελος, τέρψη κόρπα, τέρψη φλώρινα, τέρψη σαντορίνη, τέρψη λεξικό γλώσσας δανικά, τέρψη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τέρας στα δανικά - umenneske, uhyre, monster, uhyret, monsteret
  • τέρμα στα δανικά - ende, udgangen, slutningen, enden, afslutningen
  • τέσσερα στα δανικά - fire, på fire
  • τέσσερις στα δανικά - fire, på fire
Τυχαίες λέξεις
Τέρψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: glæde, fornøjelse, fryd, delight