Τεχνητός στα δανικά

Μετάφραση: τεχνητός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kunstig, kunstige, kunstigt, regenererede, en kunstig
Τεχνητός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεχνητός

τεχνητός γρανίτης, τεχνητός χλοοτάπητας τιμές, τεχνητός βικιλεξικο, τεχνητός χλοοτάπητας, τεχνητός φράχτης φυλλωμάτων, τεχνητός λεξικό γλώσσας δανικά, τεχνητός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τεφρώδης στα δανικά - Ashy, Asket, askegrå
  • τεχνίτης στα δανικά - håndværker, håndværkeren, craftsman, håndværkere
  • τεχνικά στα δανικά - teknisk, tekniske, den tekniske, faglig, det tekniske
  • τεχνική στα δανικά - teknik, teknikken, metode
Τυχαίες λέξεις
Τεχνητός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kunstig, kunstige, kunstigt, regenererede, en kunstig