Τζάκι στα δανικά
Μετάφραση: τζάκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skorsten, kamin, pejs, pejsen, brændeovn, ildsted
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τζάκι
τζάκι ματάισεν, τζάκι κένεντι, τζάκι ρόμπινσον, τζάκι γέμελος, τζάκι τσαν imdb, τζάκι λεξικό γλώσσας δανικά, τζάκι στα δανικά
Μεταφράσεις
- τεύτλο στα δανικά - sukkerroer, roer
- τεύχος στα δανικά - konsekvens, følge, udgang, virkning, udgive, spørgsmål, problem, ...
- τζάμι στα δανικά - rude, glas, ruden, vinduet, i ruden, panelet
- τζίρος στα δανικά - omsætning, omsætningen, omsaetning, omsætning på
Τυχαίες λέξεις
Τζάκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skorsten, kamin, pejs, pejsen, brændeovn, ildsted
Μεταφράσεις: skorsten, kamin, pejs, pejsen, brændeovn, ildsted