Τσάμπα στα δανικά
Μετάφραση: τσάμπα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gratis, fri, befri, frigive, ledig, til fri, dig gratis, til gratis, i fri
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσάμπα
τζάμπα καίει η λάμπα, τσάμπα δόξας, τσάμπα γωγω, τσαμπα το βρακάκι, τσάμπα μάγκασ, τσάμπα λεξικό γλώσσας δανικά, τσάμπα στα δανικά
Μεταφράσεις
- τρώω στα δανικά - spise, æde, nosh, af Nosh, i Nosh, på Nosh
- τσάι στα δανικά - te, tea, te-, kaffe-, the
- τσάντα στα δανικά - pose, taske, posen, bag, sæk
- τσάπα στα δανικά - spade, hoe, hakke, radrenser, lugejern, hyppe
Τυχαίες λέξεις
Τσάμπα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gratis, fri, befri, frigive, ledig, til fri, dig gratis, til gratis, i fri
Μεταφράσεις: gratis, fri, befri, frigive, ledig, til fri, dig gratis, til gratis, i fri