Τωρινός στα δανικά

Μετάφραση: τωρινός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nærværende, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
Τωρινός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τωρινός

τωρινός συνώνυμα, τωρινός συνώνυμο, τωρινός λεξικό γλώσσας δανικά, τωρινός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τυχαίος στα δανικά - tilfældig, tilfældige, random, tilfældigt, vilkårlig
  • τυχερός στα δανικά - lykkelig, heldig, heldige, er heldige, der er heldige
  • τόκος στα δανικά - rente, interesse, renter, interesser, interessepunkter i, interessepunkter
  • τόλμη στα δανικά - dristighed, Frimodighed, frækhed, frimodigt
Τυχαίες λέξεις
Τωρινός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nærværende, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende