Τόλμη στα δανικά
Μετάφραση: τόλμη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dristighed, Frimodighed, frækhed, frimodigt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόλμη
τόλμη και γοητεία επεισόδια, τόλμη και γοητεία, τόλμη και γοητεία ποιοι περασαν ποιοι έφυγαν και ποιοι συνεχίζουν ακόμη, τόλμη και γοητεία ετ3, τόλμη και γοητεία ηθοποιοί, τόλμη λεξικό γλώσσας δανικά, τόλμη στα δανικά
Μεταφράσεις
- τωρινός στα δανικά - nærværende, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
- τόκος στα δανικά - rente, interesse, renter, interesser, interessepunkter i, interessepunkter
- τόλμημα στα δανικά - tyk, venture, risikovillig, venturet
- τόνος στα δανικά - tone, dialekt, tryk, nuance, betoning, accent, tonen, ...
Τυχαίες λέξεις
Τόλμη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dristighed, Frimodighed, frækhed, frimodigt
Μεταφράσεις: dristighed, Frimodighed, frækhed, frimodigt