Υπεκφεύγω στα δανικά
Μετάφραση: υπεκφεύγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brokker, problem, kværulere, ordkløveri
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπεκφεύγω
υπεκφεύγω ορισμος, υπεκφεύγω λεξικο, υπεκφεύγω λεξικό γλώσσας δανικά, υπεκφεύγω στα δανικά
Μεταφράσεις
- υπασπιστής στα δανικά - adjudant, adjudanten, Adjutant, Adjutanten, Adju- tant
- υπατεία στα δανικά - konsulat, Konsulatet, konsuler, konsul
- υπεκφυγή στα δανικά - kneb, unddragelse, svig, form for svig, skattesvig, skatteunddragelse
- υπενθυμίζω στα δανικά - minde, minder, minde om, erindre, at minde
Τυχαίες λέξεις
Υπεκφεύγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brokker, problem, kværulere, ordkløveri
Μεταφράσεις: brokker, problem, kværulere, ordkløveri