Υποκινώ στα δανικά
Μετάφραση: υποκινώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
medskyldig, ABET, medvirker, være medskyldig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκινώ
υποκινώ λεξικό, υποκινώ συνώνυμο, υποκινώ λεξικό γλώσσας δανικά, υποκινώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- υποκειμενικότητα στα δανικά - subjektivitet, subjektiviteten, subjektive, subjektivt
- υποκινητής στα δανικά - mover, Flyt, motor, Moveren, forslagsstilleren
- υποκοριστικός στα δανικά - ypokoristikos
- υποκρισία στα δανικά - jargon, hykleri, hykleriet, hyklerisk, hykleriske
Τυχαίες λέξεις
Υποκινώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: medskyldig, ABET, medvirker, være medskyldig
Μεταφράσεις: medskyldig, ABET, medvirker, være medskyldig