Φαρμακερός στα δανικά

Μετάφραση: φαρμακερός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
venomed
Φαρμακερός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φαρμακερός

φαρμακερός λεξικό γλώσσας δανικά, φαρμακερός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • φαρδύς στα δανικά - vidt, udstrakt, stor, vid, bred, lang, bredt, ...
  • φαρμακείο στα δανικά - farmaci, apotek, apoteket, apoteker
  • φαρμακευτικός στα δανικά - farmaceutiske, farmaceutisk, lægemidler, medicinalindustrien, lægemiddelindustrien
  • φαρμακοποιός στα δανικά - apoteker, kemiker, apotekeren, Apothecary, apotheker, apotek
Τυχαίες λέξεις
Φαρμακερός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: venomed