Φρίκη στα δανικά

Μετάφραση: φρίκη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
væmmelse, afsky, rædsel, horror, gru, forfærdelse
Φρίκη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρίκη

φρίκη στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, φρίκη πέρασε λουκέτο στα γεννητικά όργανα της συζύγου του, φρίκη δείτε με τι ζούσε στον καναπέ του για μήνες, φρίκη στη τυνησία έσφαξαν πολίτη που βαπτίστηκε χριστιανός, φρίκη στην άρτα αλβανοί βίασαν ανήλικη μπροστά στον πατέρα της, φρίκη λεξικό γλώσσας δανικά, φρίκη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • φρένο στα δανικά - bremse, bremsen, bremser, bremsepedalen, bremse-
  • φρέσκος στα δανικά - frisk, sund, fræk, friske, fersk, ny, ferske
  • φραγμός στα δανικά - dæmning, klods, dige, blok, afspærring, trisse, barriere, ...
  • φραστικά στα δανικά - verbalt, mundtligt, mundtlig, mundtlige
Τυχαίες λέξεις
Φρίκη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: væmmelse, afsky, rædsel, horror, gru, forfærdelse