Χρίσμα στα δανικά
Μετάφραση: χρίσμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Salvelse, sidste olie, salvelsesfuldt, unction, den sidste olie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρίσμα
ακραίες χρίσμα, το χρίσμα, χρίσμα ορισμός, χρίσμα βικιπαιδεια, χρίσμα μυστήριο, χρίσμα λεξικό γλώσσας δανικά, χρίσμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- χρήσιμος στα δανικά - nyttig, nyttige, nyttigt, anvendelige, hensigtsmæssigt
- χρήστης στα δανικά - bruger, brugeren, brugerguide, brugerens, brugeranmeldelser
- χρίω στα δανικά - suffuse, gennemsyre, brede sig, sive
- χρειάζομαι στα δανικά - behov, nød, fordre, behøve, brug, brug for, har brug, ...
Τυχαίες λέξεις
Χρίσμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Salvelse, sidste olie, salvelsesfuldt, unction, den sidste olie
Μεταφράσεις: Salvelse, sidste olie, salvelsesfuldt, unction, den sidste olie