Όρεξη στα δανικά

Μετάφραση: όρεξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
appetit, appetitten, appetitløshed, lyst
Όρεξη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρεξη

όρεξη να χεις λεμεσός, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις, όρεξη για ζωή, όρεξη για τίποτα, όρεξη λεξικό γλώσσας δανικά, όρεξη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • όργανο στα δανικά - organ, instrument, orgel, organer, organet
  • όργιο στα δανικά - orgie, orgy
  • όρθιος στα δανικά - oprejst, opretstående, lodret, opret, stående
  • όριο στα δανικά - begrænsning, grænse, grænsen, frist, loft
Τυχαίες λέξεις
Όρεξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: appetit, appetitten, appetitløshed, lyst