Όρθιος στα δανικά

Μετάφραση: όρθιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
oprejst, opretstående, lodret, opret, stående
Όρθιος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρθιος

όρθιος αργαλειός, κάθομαι όρθιος, όρθιος άνθρωπος, όρθιος διαδηλωτής, όρθιοσ και μόνοσ σαν και πρώτα περιμένω, όρθιος λεξικό γλώσσας δανικά, όρθιος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • όργιο στα δανικά - orgie, orgy
  • όρεξη στα δανικά - appetit, appetitten, appetitløshed, lyst
  • όριο στα δανικά - begrænsning, grænse, grænsen, frist, loft
  • όρκος στα δανικά - ed, oath, under ed, aflægge ed
Τυχαίες λέξεις
Όρθιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: oprejst, opretstående, lodret, opret, stående