Αδίστακτος στα εσθονικά

Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
halastamatu, armutu, julm, julma, halastamatut
Αδίστακτος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίστακτος

αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αδίστακτος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αδέσποτος στα εσθονικά - juhuslik, omanikuta, peremehetu, Haltijaton, Isännätön
  • αδίκημα στα εσθονικά - seaduserikkumine, solvang, süütegu, kuriteo, õigusrikkumise, kuritegu, süüteo
  • αδαής στα εσθονικά - saamatu, Kogenematu, Callow, Höyhenetön
  • αδαμαντίνη στα εσθονικά - lakkima, email, emailiga, emaili, enamel, emailitud
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: halastamatu, armutu, julm, julma, halastamatut