Αδύναμος στα εσθονικά

Μετάφραση: αδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mannetu, nõrk, nõder, nõrgad, nõrga, nõrkade, nõrka
Αδύναμος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδύναμος

αδύναμος βικιλεξικο, αδύναμος συνώνυμα, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύναμος οργανισμός, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αδύναμος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αδυναμία στα εσθονικά - nõrkus, nõrkust, nõrkuse, nõrkusest, nõrk
  • αδυνατίζω στα εσθονικά - sale, nõdrendama, nõdrastama, rammestama, Vähendab, nõrgestama
  • αδύνατον στα εσθονικά - võimatu, võimatuks, võimalik, ole, ole võimalik
  • αδύνατος στα εσθονικά - nõrk, nõrgad, nõrga, nõrkade, nõrka
Τυχαίες λέξεις
Αδύναμος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mannetu, nõrk, nõder, nõrgad, nõrga, nõrkade, nõrka