Αμείβω στα εσθονικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tasuma, palkitsemme
Αμείβω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας εσθονικά, αμείβω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα εσθονικά - pläru, nürima, tömp, tuim, igav, tuhm, nüri, ...
  • αμβροσία στα εσθονικά - rohttaim, ambroosia, magustoit, Ambrosia
  • αμελητέος στα εσθονικά - tühine, tähtsusetu, ebaoluline, tähtsusetuks, tühiseks
  • αμελώ στα εσθονικά - hooletus, koonerdama, räpakalt, Kasutada kitsaasti, kitsalt läbi ajama
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tasuma, palkitsemme