Αμύνομαι στα εσθονικά

Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaitsma, kaitsta, kaitseks, kaitsmiseks, kaitsevad
Αμύνομαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμύνομαι

αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, αμύνομαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αμόνι στα εσθονικά - alasi, alasit, alasiga, anvil, alasi vahel
  • αμύγδαλο στα εσθονικά - mandel, mandli, mandliõli, mandli-, mandlikujulised
  • αν στα εσθονικά - kas, kui
  • ανά στα εσθονικά - kohta, ühe, iga, per, eurot
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kaitsma, kaitsta, kaitseks, kaitsmiseks, kaitsevad