Ανάφλεξη στα εσθονικά

Μετάφραση: ανάφλεξη, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põletamine, süttimine, põlemine, süüde, süüte, süttimise, süttimist
Ανάφλεξη στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάφλεξη

ανάφλεξη συνέντευξη, αυθόρμητη ανάφλεξη, ανάφλεξη υδρογόνου, ηλεκτρονική ανάφλεξη, πιεζοηλεκτρική ανάφλεξη, ανάφλεξη λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανάφλεξη στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανάσταση στα εσθονικά - elluäratamine, ülestõusmine, ülestõusmise, ülestõusmist, ülestõusmisest, ülestõusmises
  • ανάστημα στα εσθονικά - kasvama, ehitama, kogunema, väärikus, kasvu, kasv, tähtsus, ...
  • ανάχωμα στα εσθονικά - küngas, kuhi, madalik, teetamm, kaldapealne, pank, kuhjama, ...
  • ανέγερση στα εσθονικά - konstruktsioon, erektsioon, ehitis, püstitamine, erektsiooni, püstitamiseks, paigaldamine
Τυχαίες λέξεις
Ανάφλεξη στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: põletamine, süttimine, põlemine, süüde, süüte, süttimise, süttimist