Απερίσκεπτος στα εσθονικά

Μετάφραση: απερίσκεπτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hulljulge, mõtlematu, impulsiivne, lööve, taktitu, hoolimatu, ennatlik, Tahditon, inconsiderate
Απερίσκεπτος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απερίσκεπτος

απερίσκεπτος σημασια, απερίσκεπτος συνώνυμο, απερίσκεπτος συνωνυμα, απερίσκεπτοσ τι σημαινει, απερίσκεπτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, απερίσκεπτος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • απελπισμένος στα εσθονικά - meeleheitlik, hukatuslik, drastiline, parandamatu, lootusetu, kurjakuulutav, lootusetuks, ...
  • απενεργοποιώ στα εσθονικά - blokeerima, vigastama, keelata, lülitada, keelake, blokeerida, keelamiseks
  • απεργία στα εσθονικά - saavutama, streik, löök, streigi, strike, streiki
  • απεργοσπάστης στα εσθονικά - kärn, streigimurdja, koorik, reetur, Fink, Vasikas, Finki
Τυχαίες λέξεις
Απερίσκεπτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: hulljulge, mõtlematu, impulsiivne, lööve, taktitu, hoolimatu, ennatlik, Tahditon, inconsiderate