Απεργία στα εσθονικά
Μετάφραση: απεργία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saavutama, streik, löök, streigi, strike, streiki
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργία
απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία λεξικό γλώσσας εσθονικά, απεργία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- απενεργοποιώ στα εσθονικά - blokeerima, vigastama, keelata, lülitada, keelake, blokeerida, keelamiseks
- απερίσκεπτος στα εσθονικά - hulljulge, mõtlematu, impulsiivne, lööve, taktitu, hoolimatu, ennatlik, ...
- απεργοσπάστης στα εσθονικά - kärn, streigimurdja, koorik, reetur, Fink, Vasikas, Finki
- απεριποίητος στα εσθονικά - pesemata, räpane, kasimatu, sassis, lohakas, Ruokkoamaton, Ruokoton
Τυχαίες λέξεις
Απεργία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: saavutama, streik, löök, streigi, strike, streiki
Μεταφράσεις: saavutama, streik, löök, streigi, strike, streiki