Αποδεκατίζω στα εσθονικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laastama, detsimeerima, hävitama, laastada, Hävitada, kümnendikku hukkama
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, αποδεκατίζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα εσθονικά - tõendus, tõend, tõendeid, tõendid, tõendite
- αποδεικνύω στα εσθονικά - näitama, demonstreerima, tõestama, tõendama, tõestada, tõendada, osutuda
- αποδεκτός στα εσθονικά - lubatav, mööndav, vastuvõetav, vastuvõetavaks, lubatud, vastuvõetavad
- αποδεσμεύω στα εσθονικά - unshackle
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: laastama, detsimeerima, hävitama, laastada, Hävitada, kümnendikku hukkama
Μεταφράσεις: laastama, detsimeerima, hävitama, laastada, Hävitada, kümnendikku hukkama