Αρτηριακός στα εσθονικά
Μετάφραση: αρτηριακός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arteriaalne, arteriaalse, arterite, arteriaalset, arteri
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρτηριακός
αρτηριακόσ κύκλοσ του willis, αρτηριακός πόρος, αρτηριακός κώνος, αρτηριακός σφυγμός, αρτηριακός κορμός, αρτηριακός λεξικό γλώσσας εσθονικά, αρτηριακός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αρρώστια στα εσθονικά - tõbi, haigus, tervisehäire, haiguse, haiguste, haigust, haigusega
- αρτηρία στα εσθονικά - arter, tuiksoon, arteri, arterisse, arterite
- αρχάγγελος στα εσθονικά - arhangelsk, peaingel, Archangel, peaingli, Archangeli
- αρχάριος στα εσθονικά - algaja, algajate, algajatele, algajad, algajal
Τυχαίες λέξεις
Αρτηριακός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: arteriaalne, arteriaalse, arterite, arteriaalset, arteri
Μεταφράσεις: arteriaalne, arteriaalse, arterite, arteriaalset, arteri