Βότανο στα εσθονικά

Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maitsetaim, ürt, ravimtaim, herb, ürdi, Maitsetaim
Βότανο στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βότανο

βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας εσθονικά, βότανο στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • βόρειος στα εσθονικά - põhjapoolne, põhja-, põhja poole, põhja, põhja pool
  • βόσκω στα εσθονικά - kriimustama, kriimustus, Browsing, sirvimine, Lehitsemine, sirvimise
  • βότσαλο στα εσθονικά - sindel, katuselaast, munakas, veerkivi, pebble, kruusakivi, Kivi
  • βύθισμα στα εσθονικά - süvis, sõõm, lonks, eelnõu, projekt, eelnõud, eelnõus
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: maitsetaim, ürt, ravimtaim, herb, ürdi, Maitsetaim