Δεσπόζω στα εσθονικά
Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsema, domineerima, Seepeale, overtop
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσπόζω
δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, δεσπόζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δεσποινίς στα εσθονικά - miss, mississippi, puuduma, möödalask, mademoiselle, preili
- δεσποτικός στα εσθονικά - despootlik, isevalitseja, käskiv, kõrk, autokraat, meisterlik, võimukas
- δευτερεύων στα εσθονικά - sekundaarne, teisejärguline, kesk-, teisene, teisese, teiseste
- δευτερόλεπτο στα εσθονικά - sekund, sekundant, teine, teise, teises, teist, teisel
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: valitsema, domineerima, Seepeale, overtop
Μεταφράσεις: valitsema, domineerima, Seepeale, overtop