Διάλλειμα στα εσθονικά

Μετάφραση: διάλλειμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaheaeg, puhkepaus, murrang, murdma, paus, murda, pausi, vaheaega
Διάλλειμα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλλειμα

διάλειμμα συνώνυμα, διάλλειμα ή διάλειμμα, διάλειμμα ή διάλειμμα, διάλειμμα λεξικό, διάλλειμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, διάλλειμα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διάλεκτος στα εσθονικά - murre, dialekt, dialekti, murdes, murde
  • διάλεξη στα εσθονικά - lugema, loeng, loengu, loengut, loenguga, loengus
  • διάλογος στα εσθονικά - kahekõne, dialoog, dialoogi, dialoogis, dialoogile
  • διάλυμα στα εσθονικά - lahus, lahendus, lahust, lahuse, lahenduse
Τυχαίες λέξεις
Διάλλειμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vaheaeg, puhkepaus, murrang, murdma, paus, murda, pausi, vaheaega