Διαμορφώνω στα εσθονικά

Μετάφραση: διαμορφώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kujundama, laad, kujund, vorm, komme, ülimoodne, läheme, vananenud, fashioned, vanaaegse
Διαμορφώνω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμορφώνω

διαμορφώνω στα αγγλικά, διαμορφώνω αντωνυμο, διαμορφωνω συνώνυμο, διαμορφώνω translation, διαμορφώνω λεξικο, διαμορφώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαμορφώνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαμελίζω στα εσθονικά - analüüsima, lahkama, lahata, lahkavad, Eristanud, lahkamiseks
  • διαμετρώ στα εσθονικά - taatlema, kalibreerima, diametraalselt, risti, täiesti, diameetriliselt, on diametraalselt
  • διανέμω στα εσθονικά - jaotama, andma, levitama, levitada, jagada, jaotada
  • διανοητικά στα εσθονικά - intellektuaalselt, mõistusega, vaimselt, vaimse, vaimsete, vaimset, psüühiliselt
Τυχαίες λέξεις
Διαμορφώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kujundama, laad, kujund, vorm, komme, ülimoodne, läheme, vananenud, fashioned, vanaaegse