Διαστολή στα εσθονικά

Μετάφραση: διαστολή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
edasiarendus, laiendamine, laienemine, paisumine, laienemist, laiendamise, laiendamiseks
Διαστολή στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαστολή

διαστολή τραχήλου, διαστολή νερού, διαστολή κόρης ματιού, διαστολή συστολή, διαστολή συστολή νερού, διαστολή λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαστολή στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διασταλτός στα εσθονικά - dilatable
  • διασταύρωση στα εσθονικά - liitmik, teedesõlm, liiklussõlm, Junction, ristmikul, ristmiku, ristteel
  • διαστρεβλώνω στα εσθονικά - hoiatavalt, võltsing, võltsima, moonutama, Typistää, falsifitseerima
  • διασυρμός στα εσθονικά - alandus, Parjaus, halvustamisega
Τυχαίες λέξεις
Διαστολή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: edasiarendus, laiendamine, laienemine, paisumine, laienemist, laiendamise, laiendamiseks