Διπλανός στα εσθονικά

Μετάφραση: διπλανός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrvalolev, kõrvalmajas, kõrval, next door, kõrvalt, naabrite
Διπλανός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλανός

διπλανός συνώνυμα, διπλανός λεξικό γλώσσας εσθονικά, διπλανός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διορισμός στα εσθονικά - nimetamine, määramine, ametisse, nimetamise, ametisse nimetamise
  • διοχετεύω στα εσθονικά - kanal, saatma, suunama, väin, äravool, äravoolu, voolata, ...
  • διπλαρώνω στα εσθονικά - kõnetama, üle ulatuma, kattuvad, kattumist, kattumise, kattumine
  • διπλασιάζω στα εσθονικά - kahendama, kaksik-
Τυχαίες λέξεις
Διπλανός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kõrvalolev, kõrvalmajas, kõrval, next door, kõrvalt, naabrite