Εγκάρδιος στα εσθονικά
Μετάφραση: εγκάρδιος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõuduandev, osavõtlik, puuviljaliköör, rõõmsameelne, südamlik, rikkalik, südamliku, Rempseä
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκάρδιος
εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος λεξικό γλώσσας εσθονικά, εγκάρδιος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εγείρομαι στα εσθονικά - tõusma, kerkima, tekkima, tõusta, tõusevad, tõuse, tõus
- εγκάθετος στα εσθονικά - vahelehüüdja, istuma, istuda, istu, istuvad, sit
- εγκέφαλος στα εσθονικά - nutikus, mõistus, aju, ajude, ajus, ajju, peaaju
- εγκαθίσταμαι στα εσθονικά - lahendama, lahendada, elama, settida, arveldada
Τυχαίες λέξεις
Εγκάρδιος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: jõuduandev, osavõtlik, puuviljaliköör, rõõmsameelne, südamlik, rikkalik, südamliku, Rempseä
Μεταφράσεις: jõuduandev, osavõtlik, puuviljaliköör, rõõmsameelne, südamlik, rikkalik, südamliku, Rempseä