Εμπιστεύομαι στα εσθονικά

Μετάφραση: εμπιστεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
usaldus, usaldama, trust, usalduse, usaldust, usaldusel
Εμπιστεύομαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπιστεύομαι

εμπιστεύομαι συνώνυμο, σε εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι στα γαλλικά, εμπιστεύομαι συνώνυμα, εμπιστεύομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, εμπιστεύομαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εμπειρογνώμων στα εσθονικά - konsultant, nõustaja, asjatundlik, asjatundja, ekspert, eksperdi, ekspertide, ...
  • εμπιστευτικός στα εσθονικά - konfidentsiaalne, usaldusväärne, konfidentsiaalset, konfidentsiaalse, konfidentsiaalsena, konfidentsiaalsed
  • εμπιστοσύνη στα εσθονικά - saladus, usaldama, usaldus, kindlustunne, usaldust, usalduse, kindlustunde, ...
  • εμπλέκομαι στα εσθονικά - tegelema, õrisema, lõrin, sasipundar, urin, Ruuhkautua
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστεύομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: usaldus, usaldama, trust, usalduse, usaldust, usaldusel