Εμποτίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leotama, sünnipärane, sügavalt sisse immutama, sügavasti juurdunud
Εμποτίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποτίζω

εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, εμποτίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εμπορεύματα στα εσθονικά - kaubaartikkel, kaup, kaubad, kaupade, kauba, kaupu
  • εμπορικός στα εσθονικά - kaubandus-, kaubanduslik, äri-, kaubandusliku, kaubanduslike
  • εμπρηστής στα εσθονικά - süütaja, süütajatena, keda otsib
  • εμπρηστικός στα εσθονικά - sütitav, süütepomm, põletikuline, põletikuliste, põletikulised, põletikulise, põletikulisi
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: leotama, sünnipärane, sügavalt sisse immutama, sügavasti juurdunud