Ενίσχυση στα εσθονικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täiendamine, laiendus, abivägi, võimendus, tugevdus, amplifikatsiooni, amplifikatsioon, võimendamist, võimendamine
Ενίσχυση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενίσχυση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα εσθονικά - täisealine, täiskasvanu, täiskasvanud, täiskasvanute, täiskasvanutele, täiskasvanutel
  • ενήλικος στα εσθονικά - täisealine, täiskasvanu, täiskasvanud, täiskasvanute, täiskasvanutele, täiskasvanutel
  • εναγής στα εσθονικά - jälk, neetud, hageja, hagejal, hagejale, hagejat, tsiviilhageja
  • εναγόμενος στα εσθονικά - kaebealune, kostja, kostjale, kostjalt, kostjal, kostjat
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: täiendamine, laiendus, abivägi, võimendus, tugevdus, amplifikatsiooni, amplifikatsioon, võimendamist, võimendamine