Ενθάρρυνση στα εσθονικά

Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
julgustus, julgustamine, julgustust, soodustamine, soodustamist
Ενθάρρυνση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενθάρρυνση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενεργός στα εσθονικά - aktiivne, toimekas, aktiivse, aktiivset, aktiivsete, aktiivselt
  • ενημέρωση στα εσθονικά - infotund, ajakohastamine, uuendamine, ajakohastamise, ajakohastamist, ajakohastamiseks
  • ενθαρρύνω στα εσθονικά - edendama, julgustama, julgustada, soodustada, ergutada, soodustavad
  • ενθουσιασμένος στα εσθονικά - entusiastlik, erutatud, põnevil, elevil, meel
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: julgustus, julgustamine, julgustust, soodustamine, soodustamist