Καθρέφτης στα εσθονικά
Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peegeldama, peegel, Mirror, Peegli, peeglit, peegelriba
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθρέφτης
καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθρέφτης στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καθορισμένος στα εσθονικά - seadusejärgne, hulk, seadma, statuudikohane, sett, fikseeritud, kindlaksmääratud, ...
- καθοριστικός στα εσθονικά - määrav, otsustav, determinant, määraja, determinandi, determinanti
- καθυστέρηση στα εσθονικά - ummik, viivitus, viivitama, viivituse, hilinemise, viivituseta, viivitust
- καθυστερημένος στα εσθονικά - pikaldane, aeglane, alaarenenud, aeglustavad, aeglustatud, aeglustatavat, väärakas
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: peegeldama, peegel, Mirror, Peegli, peeglit, peegelriba
Μεταφράσεις: peegeldama, peegel, Mirror, Peegli, peeglit, peegelriba