Κυριολεκτικά στα εσθονικά

Μετάφραση: κυριολεκτικά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täht-tähelt, sõna-sõnalt, sõna otseses mõttes, sõnalt, sõna otseses, otseses mõttes
Κυριολεκτικά στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικά

κυριολεκτικά english, κυριολεκτικά μετάφραση, κυριολεκτικά τρομακτικεσ οι νέες φωτογραφιεσ της νανάς καραγιάννη, κυριολεκτικά λεξικό γλώσσας εσθονικά, κυριολεκτικά στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κυριαρχία στα εσθονικά - valitsusala, üleolek, iseseisvus, haldusala, dominioon, määramispiirkond, suveräänsus, ...
  • κυριαρχώ στα εσθονικά - valitsema, domineerima, vallutama, alistama, täielikult haarama, endale allutama, allutama
  • κυριολεκτικός στα εσθονικά - sõnasõnaline, literal, grammatiline, grammatilise, sõnasõnalist
  • κυριότερος στα εσθονικά - peamine, peamise, põhisumma, põhiosa, printsipaal
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: täht-tähelt, sõna-sõnalt, sõna otseses mõttes, sõnalt, sõna otseses, otseses mõttes