Λανθασμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: λανθασμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vääralt, vale, valesti, vales, valed, valel
Λανθασμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λανθασμένος

λανθασμένος κωδικός, λανθασμένος λαθεμένος, λανθασμένος ή λαθεμένος, λάθος λανθασμένος, λανθασμένος συνώνυμο, λανθασμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, λανθασμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • λαμπυρίζω στα εσθονικά - läiklema, läigatus, kuma, võbelus, valguspeegeldus, elurõõm, sädemeke, ...
  • λανθασμένα στα εσθονικά - vääralt, ebaõigesti, valesti, ekslikult, vale
  • λανολίνη στα εσθονικά - lanoliin, villavaha
  • λαξευτής στα εσθονικά - kujur, skulptor, saamamees
Τυχαίες λέξεις
Λανθασμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vääralt, vale, valesti, vales, valed, valel