Μένω στα εσθονικά
Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viibimine, jääma, pautima, jääda, viibida, püsida
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μένω
μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας εσθονικά, μένω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μέμψη στα εσθονικά - laitma, Semerkhet
- μέντα στα εσθονικά - münt, piparmünt, mint, rahapaja, piparmündi
- μέρα στα εσθονικά - ajajärk, päev, aeg, päeval, päeva, päevas, päevast
- μέριμνα στα εσθονικά - säte, klausel, lepingutingimus, mure, muret, puudutavad, käsitlevad, ...
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: viibimine, jääma, pautima, jääda, viibida, püsida
Μεταφράσεις: viibimine, jääma, pautima, jääda, viibida, püsida