Μονάδα στα εσθονικά
Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üksus, ühik, komponent, üksuse, ühiku, seade, seadme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονάδα
μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας εσθονικά, μονάδα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μολύνω στα εσθονικά - nakkama, saastama, nakatama, reostama, nakatada, nakatavad, nakatamiseks, ...
- μομφή στα εσθονικά - etteheide, heita, etteheiteid, ette heita, teotuseks
- μονή στα εσθονικά - klooster, kloostrikirik, Abbey, kloostrist, kloostri-
- μοναδικός στα εσθονικά - ainulaadne, singular, ainsus, unikaalne, kordumatu, unikaalse, ainulaadse
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: üksus, ühik, komponent, üksuse, ühiku, seade, seadme
Μεταφράσεις: üksus, ühik, komponent, üksuse, ühiku, seade, seadme