Νεύρο στα εσθονικά

Μετάφραση: νεύρο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ergutama, jultumus, närv, närvi, närvide, närve, närvidega
Νεύρο στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νεύρο

ωλένιο νεύρο, νεύρο δοντιού, νεύρο κροταφογναθική άρθρωση, νεύρο της νεφρικής πυέλου, ισχιακό νεύρο, νεύρο λεξικό γλώσσας εσθονικά, νεύρο στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • νεωτεριστικός στα εσθονικά - uuenduslik, modernistlik, modernistliku, modernistlikust, modernistlikku, modernistlikke
  • νεότητα στα εσθονικά - noorsugu, noorus, noorte, noored, noorsoo
  • νεύω στα εσθονικά - märguanne, signaal, tukkuma, noogutama, noogutus, noogutavad, noogutusega
  • νημάτιο στα εσθονικά - tolmukavars, rakuahel, hõõgniit, niit, hõõgniidi, hõõglambi, filamendi
Τυχαίες λέξεις
Νεύρο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ergutama, jultumus, närv, närvi, närvide, närve, närvidega