Ντροπαλός στα εσθονικά
Μετάφραση: ντροπαλός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaoshoitud, häbelik, uje, tagasihoidlik, puiklev, arg, shy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντροπαλός
είναι ντροπαλός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός άντρας, είμαι ντροπαλός, ντροπαλός λεξικό γλώσσας εσθονικά, ντροπαλός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ντους στα εσθονικά - valang, pritsima, dušš, hotellid, teler, shower, duši
- ντροπή στα εσθονικά - häbistama, häbi, kahju, häbiväärne, kahetsusväärne
- ντροπαλότητα στα εσθονικά - häbelikkus, pelgus, argus, arglikkus
- ντόμπρος στα εσθονικά - rannajärsak, bluffima, bluff, sõnaselge, avameelne, tegusama, Rääkida, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vaoshoitud, häbelik, uje, tagasihoidlik, puiklev, arg, shy
Μεταφράσεις: vaoshoitud, häbelik, uje, tagasihoidlik, puiklev, arg, shy