Οικειοποιούμαι στα εσθονικά

Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omastama, volitatud, paras, oikeiopoioumai
Οικειοποιούμαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι

οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, οικειοποιούμαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • οθόνη στα εσθονικά - jälgimisseade, demonstreerimine, kuva, monitor, seirama, ekraan, ekraani, ...
  • οικείος στα εσθονικά - tuttav, tuttavad, kursis, tunnevad, tundma
  • οικειότητα στα εσθονικά - familiaarsus, lähedus, tuttavlikkus, intiimsus, intiimsust, intiimsuse, lähedust
  • οικιακός στα εσθονικά - majapidamine, pere, kodumaine, kodustatud, leibkond, leibkonna, kodumajapidamises, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: omastama, volitatud, paras, oikeiopoioumai