Ομότιμος στα εσθονικά
Μετάφραση: ομότιμος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiluma, võrdne, peer, vastastikune, noored noortele, vastastikuseks
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομότιμος
ομότιμος συνώνυμα, ομότιμοσ επίτιμοσ, ομότιμος καθηγητής, ομότιμος καθηγητής στα αγγλικά, ομότιμος καθηγητής αγγλικά, ομότιμος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ομότιμος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ομόλογος στα εσθονικά - vaste, ametivend, homoloogilised, homoloogsed, homoloogsete, homoloogilise, homoloogiliste
- ομόνοια στα εσθονικά - ühildumine, üksmeel, sõpruskond, Concord, koosmeele, kooskõla
- ομόφωνα στα εσθονικά - ühehäälselt, üksmeelselt, ühehäälselt vastu, ühehäälse otsuse
- ομόφωνος στα εσθονικά - üksmeelne, ühehäälne, ühehäälse, ühehäälselt, ühehäälset, ühehäälsele
Τυχαίες λέξεις
Ομότιμος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: piiluma, võrdne, peer, vastastikune, noored noortele, vastastikuseks
Μεταφράσεις: piiluma, võrdne, peer, vastastikune, noored noortele, vastastikuseks