Οντότητα στα εσθονικά
Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
isik, olem, ettevõte, üksus, üksuse, üksusele
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας εσθονικά, οντότητα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ονομαστός στα εσθονικά - mainekas, kuulus, kuulsa, kuulsate, kuulsad, kuulsam
- ονοματολογία στα εσθονικά - mõistestik, nomenklatuur, nomenklatuuri, nomenklatuuris, nomenklatuuri klassifitseerimise, nomenklatuurile
- οξείδιο στα εσθονικά - oksiid, oksiidi, oxide, oksiidiks, oksiid-
- οξικός στα εσθονικά - äädik-, äädikhappe, äädikhape, äädikhappega, äädikhapet
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: isik, olem, ettevõte, üksus, üksuse, üksusele
Μεταφράσεις: isik, olem, ettevõte, üksus, üksuse, üksusele