Οξύ στα εσθονικά

Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lsd, kibe, hape, happe, happega, hapet, acid
Οξύ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύ

οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας εσθονικά, οξύ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • οξυδέρκεια στα εσθονικά - teravus, nägemisteravus, terasus, taip, ülevaate, ülevaade, teavet, ...
  • οξυδερκής στα εσθονικά - täpselt, leinahala, akuutne, tundlik, lõikav, terav, selgepilguline, ...
  • οξύθυμος στα εσθονικά - närviline, äkiline, Kiivas nature
  • οξύνοια στα εσθονικά - läbinägelikkus, nutikus, astuteness, kavalus, nutikus ja
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lsd, kibe, hape, happe, happega, hapet, acid