Οροπέδιο στα εσθονικά
Μετάφραση: οροπέδιο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
platoo, plateau, platool, platooni, platoole
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οροπέδιο
οροπέδιο αγ. τριάδας καλοσκοπής φωκίδας, οροπέδιο νίδας, οροπέδιο λασιθίου, οροπέδιο της νίδας, οροπέδιο λασιθίου ξενώνες, οροπέδιο λεξικό γλώσσας εσθονικά, οροπέδιο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οροθετώ στα εσθονικά - piiritlema, demarkeerima, piiristamisel, piiritleda, piiritlevad, siis piiritlevad
- ορολογία στα εσθονικά - oskussõnavara, terminoloogia, terminoloogiat, Terminology, terminite, terminoloogiaga
- οροφή στα εσθονικά - katus, katusereelingud, katuse, katusel, katusele
- ορτύκι στα εσθονικά - vutt, põldvutt, vuttide, vutid, vuti
Τυχαίες λέξεις
Οροπέδιο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: platoo, plateau, platool, platooni, platoole
Μεταφράσεις: platoo, plateau, platool, platooni, platoole