Πειθώ στα εσθονικά

Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõjuvõim, kallutus, kõikuma, veenma, veenda, veenmaks, veena
Πειθώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθώ

πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, πειθώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • παύση στα εσθονικά - peatama, peatuma, seisatuma, hääbumine, mõõn, paus, pausi, ...
  • παύω στα εσθονικά - lõppema, lakkama, lõpetama, ole enam, lõpetavad, lakkab, ei ole enam
  • πείνα στα εσθονικά - iha, nälg, nälja, nälga, näljahäda, näljaga
  • πείραμα στα εσθονικά - eksperiment, katsetama, katse, eksperimendi, katses, katset
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mõjuvõim, kallutus, kõikuma, veenma, veenda, veenmaks, veena