Περιορισμός στα εσθονικά

Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piirang, piiramine, piirangut, piirangu, piiramise
Περιορισμός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμός

περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, περιορισμός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • περιορίζω στα εσθονικά - piir, limiit, taandama, aurutama, piirama, vangistama, redutseerima, ...
  • περιορισμένος στα εσθονικά - piiratud, piirata, piirdub, kitsendustega, piiratakse
  • περιουσία στα εσθονικά - maavaldus, vara, mõis, kinnisvara, omand, omandi, pakkumisega, ...
  • περιοχή στα εσθονικά - piirkond, määramispiirkond, ringkond, rajoon, haldusala, pindala, valdus, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: piirang, piiramine, piirangut, piirangu, piiramise