Πρήξιμο στα εσθονικά

Μετάφραση: πρήξιμο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pundumine, paistetus, turse, turset, tursed, paistetust
Πρήξιμο στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρήξιμο

πρήξιμο ματιών, πρήξιμο στο στήθος, πρήξιμο στήθους, πρήξιμο στο χέρι, πρήξιμο στην εγκυμοσύνη, πρήξιμο λεξικό γλώσσας εσθονικά, πρήξιμο στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πρέσβης στα εσθονικά - suursaadik, saadik, Ambassador, suursaadiku, suursaadikuks
  • πρήζω στα εσθονικά - punduma, paisuma, paistetama, suitsutama, tursuma, Puhaltaa õhku täis, Pullistua
  • πρίγκιπας στα εσθονικά - vürst, prints, aadlik, Prince, printsi, vürsti
  • πρίζα στα εσθονικά - punn, pistik, sokkel, pistikupesa, pesa, socket, pistikupessa, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρήξιμο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pundumine, paistetus, turse, turset, tursed, paistetust