Πυκνωτής στα εσθονικά

Μετάφραση: πυκνωτής, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kondensaator, kondensaatori, capacitor, kondensaatorit, kondensaatorist
Πυκνωτής στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνωτής

πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής αντιπαρασιτικός, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής λεξικό γλώσσας εσθονικά, πυκνωτής στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πυγμαίος στα εσθονικά - pügmee, pisi, pygmy, Kääbus, pisi-
  • πυγμαχώ στα εσθονικά - pukspuu, kast, sõnelema, peel, poom, sparrima, nääklema
  • πυκνός στα εσθονικά - paks, tüüakas, Tihe, Jykevä, jässakas, Toetav
  • πυκνότητα στα εσθονικά - paksus, tihedus, tihedusega, tiheduse, tihedust, tihedusest
Τυχαίες λέξεις
Πυκνωτής στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kondensaator, kondensaatori, capacitor, kondensaatorit, kondensaatorist