Σαρωτικός στα εσθονικά
Μετάφραση: σαρωτικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühkimine, Tänavapühkimisteenused, sweeping, pühkimise, pühkimiseks
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρωτικός
σαρωτικόσ ανασχηματισμόσ μετά την εκταμίευση τησ δόσησ, σαρωτικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, σαρωτικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σαρκοφάγος στα εσθονικά - karnivoorne, sarkofaag, sarkofaagi
- σαρκώδης στα εσθονικά - lihajas, lihav, turske, lihavad, mahlakad, mahlaka, lihavate
- σαρώνω στα εσθονικά - pühkima, skaneerima, piirjoon, sweep, Eemaldamisseadme, eemaldamisseade, eemaldamisseadme üles
- σας στα εσθονικά - sa, te, teie, sinu, hõi!, oma, teile, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαρωτικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pühkimine, Tänavapühkimisteenused, sweeping, pühkimise, pühkimiseks
Μεταφράσεις: pühkimine, Tänavapühkimisteenused, sweeping, pühkimise, pühkimiseks